Παθοφυσιολογικοί Mηχανισμοί και Ολιστική προσέγγιση στο Σύνδρομο Takotsubo

Εισαγωγή: Το ΣύνδρομοTakotsubo (ΣΤ) ή αλλιώς σύνδρομο της ραγισμένης καρδιάς, αποτελεί μια αναστρέψιμη καρδιακή δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας και εμφανίζει συμπτώματα Οξέος Στεφανιαίου Συνδρόμου (ΟΣΣ) χωρίς σημαντικές ανωμαλίες της στεφανιαίας αρτηρίας. Το σύνδρομο σχετίζεται με έντονες στρεσογόνες συναισθηματικές και σωματικές καταστάσεις, αλλά έχει επίσης αναφερθεί και ως αποτέλεσμα μη καρδιακών συμβάντων.

Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση των παθοφυσιολογικών μηχανισμών ανάπτυξης του συνδρόμου και της βέλτιστης, βασισμένης σε ενδείξεις, ολιστικής προσέγγισης ασθενών με σύνδρομο Takotsubo.

Υλικό και Μέθοδος: Πραγματοποιήθηκε βιβλιογραφική ανασκόπηση άρθρων στην ελληνική και αγγλική γλώσσα συναφών με το θέμα στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων  Pubmed, Scopus, Science Direct και Google Scolar, χρησιμοποιώντας ως λέξεις-κλειδιά: “Takotsubo syndrome”, “broken heart syndrome”,“mechanisms”,“pathophysiology”,“holistic approach”.

Αποτελέσματα: Οι ασθενείς με Σύνδρομο Takotsubo ανήκουν κυρίως στο γυναικείο φύλο (περίπου 90%), στην ηλικιακή ομάδα άνω των 50 ετών και έχουν βιώσει έντονο συναισθηματικό στρες. Σε κάποιες μελέτες έχει διαπιστωθεί ότι η ψυχική διαταραχή προδιαθέτει σε ΣΤ. Τα επίπεδα της επινεφρίνης και της νορεπινεφρίνης  στο πλάσμα ήταν σημαντικά αυξημένα σε ασθενείς με ΣT, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα αυξημένα επίπεδα κατεχολαμίνης μπορεί να είναι ο κύριος παράγοντας που συμβάλλει στην ανάπτυξη του συνδρόμου. Ωστόσο, οι μηχανισμοί που διέπουν την ευαισθησία στην ανάπτυξη και την υποτροπή δεν είναι πλήρως κατανοητοί. Με την αρχική διάγνωση του ΣΤ, η θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου είναισυμπτωματική, με απώτερο σκοπό τη μείωση των συμπτωμάτων του ασθενούς και την πρόληψη των επιπλοκών του. Όταν ο ασθενής είναι αιμοδυναμικά σταθερός γίνεται η χορήγηση β-αποκλειστών, διουρητικών και αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης,  ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους και αντιθρομβωτικής φαρμακευτικής αγωγής από το στόμα, εάν υπάρχει ένδειξη θρόμβου. Στην περίπτωση καρδιογενούς καταπληξίας, η θεραπευτική προσέγγιση περιλαμβάνει μηχανική υποστήριξη της αριστερής κοιλίας, εξωσωματική οξυγόνωση και ενδοφλέβια  χορήγηση λεβοσιμενδάνης. Παράλληλα, η ψυχοκοινωνική υποστήριξη του ασθενούς και η διεπιστημονική συνεργασία κρίνονται απαραίτητες για την ολιστική προσέγγιση του ασθενούς με ΣΤ.

Συμπεράσματα: Το ΣΤ παρουσιάζειπαρόμοια κλινική εικόνα με το ΟΣΣ και ως εκ τούτου η διάγνωση συχνά απουσιάζει ή καθυστερεί, και εξετάζεται μόνο όταν δεν υπάρχουν στοιχεία για στεφανιαία νόσο. Το ΣΤ προκαλεί αναστρέψιμη διαταραχή και έχει καλοήθη πρόγνωση εάν η διάγνωση τεθεί έγκαιρα και η προσέγγιση του ασθενούς γίνει ολιστικά.