Γνώσεις και Κλινική Πρακτική Ελλήνων Νοσηλευτών στην Εκτίμηση και Διαχείριση της Δερματοτοξικότητας από Αναστολείς του Υποδοχέα του Επιδερμικού Αυξητικού Παράγοντα (EGFR)

Εισαγωγή: Η χρήση μονοκλωνικών αντισωμάτων που δρουν ως αναστολείς του υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (EGFRIs) έχει στοχευμένη δράση, καλή αποτελεσματικότητα και συνδέεται με έναν αριθμό παρενεργειών όπως διάρροια, υπομαγνησιαιμία και δερματοτοξικότητα. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση των γνώσεων και της κλινικής πρακτικής Ελλήνων νοσηλευτών στην εκτίμηση και στη διαχείριση της δερματοτοξικότητας από τους αναστολείς του EGFR (cetuximab and panitumumab). Υλικό και Μέθοδος: Το τελικό δείγμα περιελάμβανε 57 άτομα νοσηλευτικού προσωπικού (ποσοστό συμμετοχής 71,3%) από ογκολογικά τμήματα 8 νοσοκομείων, κατά το χρονικό διάστημα Οκτώβριος 2015–Ιανουάριος 2016. Η συλλογή των δεδομένων έγινε με τη χρήση του αυτοσυμπληρούμενου ερωτηματολογίου DNKA. Η ανάλυση των δεδομένων έγινε με παραμετρικές και μη παραμετρικές δοκιμασίες. Αποτελέσματα: Η πλειοψηφία του δείγματος ήταν γυναίκες (93,0%), με μέσο όρο ηλικίας τα 39 (±5) έτη, χωρίς καμία εξειδίκευση στη νοσηλευτική ογκολογία σε ποσοστό 94,7%. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι γνώριζαν «καλά» ή «πολύ καλά» τη διαδικασία χορήγησης και για τους δύο αναστολείς του EGFR (cetuximab: 89,3%, panitumumab: 85,2%). Επίσης, δήλωσαν ότι γνώριζαν «καλά» (47,4%) ή «πολύ καλά» (24,6%) ότι οι αναστολείς σχετίζονταν με παρενέργειες. Η μέση βαθμολογία των σωστών απαντήσεων στις ερωτήσεις εκτίμησης γνώσεων ήταν 63,2 (±15,8) και το μέσο επίπεδο των γνώσεων των νοσηλευτών που εργάζονταν σε ογκολογικές κλινικές ήταν χαμηλότερο σε σχέση με τους εργαζόμενους σε τμήματα ημερήσιας νοσηλείας (ΤΗΝ) (57,7±15,5 έναντι 67,4±15.0, p-value=0,021), ενώ σχετιζόταν με την ηλικία τους (p-value=0,043). Επίσης υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά στο επίπεδο των γνώσεων σχετικά με τις παρενέργειες των δύο αναστολέων (p-value≤0,001), ενώ οι γνώσεις αυτές σχετίζονταν με τον αριθμό των περιστατικών που διαχειρίζονταν σε εβδομαδιαία βάση (p-value=0,001 και p-value=0,005) και την εργασία τους σε ΤΗΝ (p-value=0,026). Συμπεράσματα: Το σχετικά περιορισμένο επίπεδο νοσηλευτικών γνώσεων στην εκτίμηση και τη διαχείριση της δερματοτοξικότητας που προκαλείται από τους EGFRIs αναδεικνύει την ανάγκη για περισσότερη σχετική εξειδίκευση. Απαιτούνται οργανωμένα εκπαιδευτικά προγράμματα και εκπαιδευτικό υλικό για τη βελτίωση της γνώσης που θα συμβάλλει στη καλύτερη φροντίδα και ποιότητα ζωής των ασθενών με καρκίνο.