Αξιολόγηση Αναγκών Πρόσβασης σε Νέες Τεχνολογίες Ηλικιωμένων Ατόμων και των Φροντιστών τους: Μελέτη PROADAS

Εισαγωγή: Σύμφωνα με την Ψηφιακή Ατζέντα για την Ευρώπη (2014–2020) η οποία υποστηρίζει και ενισχύει τον ψηφιακό πολιτισμό, η ανάπτυξη δεξιοτήτων και η ενσωμάτωση είναι μία από τις βασικές δεξιότητες. Όλοι οι Ευρωπαίου πολίτες που ανήκουν στην ομάδα της τρίτης ηλικίας πρέπει να γίνουν γνώστες των νέων τεχνολογιών ( e-ηλικιωμένοι) το συντομότερο δυνατόν. Από την άλλη πλευρά η ενεργός γήρανση προϋποθέτει να παραμένουν οι ηλικιωμένοι δραστήριοι ώστε να παραμείνουν όσο πιο ανεξάρτητοι και αυτόνομοι γίνεται, λαμβάνοντας μέρος στην προσωπική, κοινωνική και οικονομική καθημερινή δραστηριότητα με τη δική τους ατομική συμβολή. Ως αποτέλεσμα, ενεργοποιώντας νέα ψηφιακά εργαλεία και δεξιότητες πληροφορικής μπορούν να υποστηριχθούν τα άτομα τρίτης ηλικίας ώστε να είναι πιο ενεργά μέλη στην κοινωνία. Σκοπός: Το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα (Erasmus+Proadas) που αναφέρεται στην προαγωγή δεξιοτήτων ενεργούς ψηφιακής γήρανσης, στοχεύει να καλύψει το κενό μεταξύ του γηράσκοντος πληθυσμού και της επάρκειας δεξιοτήτων τεχνολογίας, ενδυναμώνοντας και ενισχύοντας τους επαγγελματίες υγείας, τους ειδικούς και τους βοηθούς φροντίδας, στο πεδίο της εκπαίδευσης ενηλίκων και της διά βίου μάθησης, με την αναγνώριση των αναγκών των ατόμων τρίτης ηλικίας και των φροντιστών τους σε σχέση με την τεχνολογία. Μεθοδολογία: Η έρευνα πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2019 σε έξι ευρωπαϊκές χώρες που συμμετείχαν στο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα (Proadas). Συνολικά 35 φροντιστές και οι ηλικιωμένοι που βρίσκονταν υπό την φροντίδα τους επιλέχθηκαν με ευκαιριακή δειγματοληψία μέσω τουλάχιστον τριών κέντρων αριστείας- καλής πρακτικής σε κάθε συμμετέχουσα χώρα. Αναπτύχθηκε με τη μέθοδο Delphi τυποποιημένο ερωτηματολόγιο που περιελάβανε 12-κλειστές ερωτήσεις και συμπληρώθηκε από όλους τους συμμετέχοντες. Τα δεδομένα αναλύθηκαν χρησιμοποιώντας το στατιστικό πακέτο SPPS 20. Αποτελέσματα: Συνολικά συμμετείχαν στην έρευνα 188 άτομα από όλες τις έξι ευρωπαϊκές χώρες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα, με ποσοστό ανταπόκρισης 89,5% από τους οποίους το 51,5% ήταν γυναίκες. Οι ηλικίες των συμμετεχόντων κυμαίνονταν από 20–75 χρονών. Όσον αφορά στις υπάρχουσες δεξιότητες ΤΠΕ, όλοι οι συμμετέχοντες γνώριζαν το διαδίκτυο (60%) και την επικοινωνία μέσω ψηφιακών εργαλείων (skype, messenger) (56,7%), τη χρήση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (40%) και βασικών δεξιοτήτων ΤΠΕ (36,7%). Πολύ λίγοι ανταποκριτές χρησιμοποίησαν προηγμένες υπηρεσίες όπως η e-τραπεζική (26,7%) η ηλεκτρονική υγεία (36,7%). Υπήρξε ομόφωνη συμφωνία ότι η μάθηση διευκολύνεται σε ομάδες με τη βοήθεια της οικογένειας ή των φίλων. Η πιο δημοφιλής επιλογή ήταν πρόσωπο με πρόσωπο είτε σε μια ομάδα (86,7%) ή μέσω ενός ιδιωτικού μαθήματος (80%). Οι επιλογές ψηφιακής εκμάθησης αξιολογήθηκαν πιο θετικά, με υψηλά ή περισσότερα ποσοστά συμφωνίας που κυμαίνονται μεταξύ 33,4% για τα MOOC, 36,7% για τα ηλεκτρονικά βιβλία και 40% για τα αρχεία ppt και φόρουμ ως τις πιο δημοφιλείς επιλογές αρχείων ήχου και ανοικτών εκπαιδευτικών πόρων (50%), εφαρμογές για κινητά στο 53%, αρχεία pdf και βίντεο (και τα δύο 60%) και διαδικτυακά σεμινάρια (73,3%). Από την άλλη πλευρά, οι παραδοσιακές επιλογές αξιολογήθηκαν λιγότερο ευνοϊκά, με υψηλό ή μεγαλύτερο ποσοστό αποδοχής μόνο 33,3%. Το κύριο εμπόδιο που αναγνωρίστηκε ότι ήταν η απουσία κινητοποίησης και κατάλληλης εκπαίδευσης των εκπαιδευτών. Συμπεράσματα: Υπάρχει λανθάνουσα ανάγκη για ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στη φροντίδα των ηλικιωμένων. Η ανάπτυξη κατάλληλου ψηφιακού και παραδοσιακού μαθησιακού υλικού και η εμπλοκή κινητοποιημένων επαγγελματιών και μη φροντιστών είναι στρατηγικές κλειδιά για την επιτυχή εφαρμογή μιας σχετικής μεταρρύθμισης.